- προς χρήσιν
- per a u's
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Битва при Каматеро — Греческая революция Дата 5 февраля 1827 года Место Каматеро, Греция Итог Победа турков … Википедия
υψόμετρο — το, Ν 1. (τοπογρ.) αριθμός που δείχνει με ακρίβεια, σε μέτρα, το πάνω από την επιφάνεια τής θάλασσας ύψος ενός σημείου τής επιφάνειας τής Γης 2. (αεροπ.) βασικό όργανο κάθε αεροσκάφους που δείχνει σε κάθε στιγμή το ύψος στο οποίο πετάει το σκάφος … Dictionary of Greek
Κορωνιός, Αντώνιος — (Χίος 1771; – Βιέννη 1798). Λόγιος και παιδαγωγός. Ήταν σύντροφος και συμμάρτυρας του Ρήγα. Δημοσίευσε σε μετάφραση το έργο Περί παίδων αγωγής του Πλούταρχου (Βενετία, 1796), την Παιδαγωγία του Κάμπε και τη Γαλάτεια του Φλοριάν. Έγραψε επίσης το… … Dictionary of Greek
Παπαδόπουλος, Εμμανουήλ — Στρατιωτικός που έζησε τον 18o αι. Γεννήθηκε στην Κέα. Μετανάστευσε στη Ρωσία, όπου και φοίτησε σε στρατιωτική σχολή της Πετρούπολης. Αποφοίτησε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού, αλλά έφτασε τελικά στον βαθμό του στρατηγού. Πέθανε το 1800 στην… … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… … Dictionary of Greek
CALYBA — Graece καλύβη, in poemate de Copa incerti auctoris. Sunt topia et calybae, cyathi, rosa, tibia, chordae, Et trichila, umbrosis frigida arundinibus: Non est sonus vel crepitus aereorum vasorum, baculô ferreô pulsatorum, quem vulgo in Gallia… … Hofmann J. Lexicon universale
PARADISUS — I. PARADISUS apud recentiores Scriptores, atrium est porticibus circumdatum ante aedes sacras. ex Graeco Παράδεισος, qui ab Hesychio definitur τόπος εν ᾧ παριπάτοι, locus porticibus et deambulatoriis circumdatus, Gallis vero Parvis. Hâc notione… … Hofmann J. Lexicon universale
μηλίζω — (Α) [μήλον (Ι)] είμαι όμοιος με κυδώνι κατά το χρώμα, έχω κιτρινωπό χρώμα («πυροὶ πρὸς ὑγείας χρῆσιν ἄριστοι,... τῇ χροίᾳ μηλίζουσι», Διοσκ.) … Dictionary of Greek
ομφάκινος — η, ο (ΑΜ ὀμφάκινος, ίνη, ον) [όμφαξ] 1. αυτός που παρασκευάζεται από άγουρα σταφύλια, από αγουρίδες («ομφάκινος οίνος») 2. (για λάδι) αυτός που παράγεται από άγουρες ελιές («ἔλαιον πρὸς τὴν ἐν ὑγείᾳ χρῆσιν ἄριστον... ὅ καὶ ὀμφάκινον καλεῑται»,… … Dictionary of Greek